Φωκυλίδου

Φωκυλίδου
Φωκυλίδης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακέλευμα — και παρακέλευσμα, το, Α [παρακελεύομαι] 1. προτρεπτικός λόγος, παρακινητική φωνή, παρόρμηση 2. απόφθεγμα, αξίωμα, παράγγελμα («τὸ δὲ Φωκυλίδου παρακέλευμα οὐδὲν ἐμποδίζει», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”